«Αγάπες… με ουρά»
Η μαμά μου είναι γατόφιλη, δηλαδή ανήκει σ΄εκείνη την τάξη των ανθρώπων που προτιμούν τις γάτες από τους σκύλους. Εμένα, αν με ρωτήσεις, μ’ αρέσουν περισσότερο οι σκύλοι. Όταν αγριεύουν, σου δίνουν μια ντόμπρα δαγκωνιά κι όχι εκείνες τις ύπουλες γατίσιες νυχιές, που δεν αποκλείεται να συνοδεύονται ΚΑΙ από δαγκωνιά! Διότι, βεβαίως, άλλη χάρη έχει του σκύλου. Η δαγκωνιά λέω. Πάει και τελείωσε.
Η μαμά, όμως, από τότε που έχασε το σκυλί ΤΗΣ –και πάνε πάρα πολλά χρόνια από τότε, γιατί το έχασε όταν ήταν δώδεκα χρονώ–, από τότε, λέω, δεν εννοεί να αγαπήσει άλλο σκυλί, και όλη την αγάπη της τη δίνει στις γάτες. Και όχι σε όλες, παρακαλώ, αλλά ΣΤΗ γάτα, που είναι κάθε φορά, βέβαια, η γάτα ΤΗΣ.
Εδώ θα πρέπει να πω πως δεν μπορείς να θεωρείς εσύ μια γάτα για δικιά σου, γιατί γενικά αυτά τα πλάσματα είναι μονόχνοτα κι ανεξάρτητα, και δε θέλουν ν΄ανήκουν σε κανέναν παρά στον εαυτό τους. Μόνο μερικές φορές –κι αυτό σπάνια– συμβαίνει να δεθούν με κάποιον άνθρωπο, αλλά και τότε είναι γιατί τον διάλεξαν αποκλειστικά εκείνες.
Βούλα Μάστορη, Αγάπες… με ουρά, εκδ. Πατάκη, Aθήνα, 1999
Οι δύο φίλοι Ο σκύλος λέει της γάτας: Για στάσου, λέει ο σκύλος, |
Δε σκέφτηκες κομμάτι πως απ΄την γκρίνια αυτή θα μείνω μ΄ένα μάτι θα μείνεις μ΄ένα αυτί; Η γάτα με ησυχία το πόδι κατεβάζει, του σκύλου η ομιλία σε συλλογή τη βάζει.Ήταν εχθροί, φιλιώσαν. Ξεχάσαν τι είχε γίνει Συντρόφεψαν. Ειρήνη.Βλέπω καλά; Έχει χάζι, το αφεντικό φωνάζει. Ποιοι να΄ναι οι δυο κει κάτω που τρώνε στο ίδιο πιάτο; Ζαχαρίας Παπαντωνίου |
2. Διαβάστε μεγαλόφωνα το ποίημα με διαφορετικό χρωματισμό κάθε φορά, πότε χαρούμενο,πότε λυπημένο, πότε σοβαρό, πότε αστείο κτλ.