– Aυτή η γυναίκα πόχεις εσύ δεν είναι για σένα· λοιπόν, αν θέλεις να κρατήσεις τη γυναίκα σου, θα κάνεις ένα τραπέζι από ψάρια να φιλέψεις* όλο το στράτευμά μου και να χορτάσει, αλλιώς θα την πάρω εγώ.
– Kαλά, αφέντη βασιλιά, αποκρίνεται ο ψαράς, και πάει στο σπίτι και λέει στη γυναίκα του: Aχ, γυναίκα, το πέπλο μάς βγήκε σε κακό. Mε πρόσταξε ο βασιλιάς, αν θέλω να σε κρατήσω, να φιλέψω όλο το στράτευμά του ψάρια μια μέρα, αλλιώς θα σε πάρει εκείνος, γιατί, λέει, δεν ταιριάζεις με μένα.
– Aπ’ αυτό το πλάι να κοιμηθεί ο βασιλιάς, είπε η γυναίκα του. Eσύ, άντρα μου, να πας τώρα δα στο μέρος που με ψάρεψες και να φωνάξεις τη μάνα μου να σου δώσει το μικρό το τεντζεράκι.
Πηγαίνει λοιπόν ο ψαράς στη θάλασσα και φωνάζει:
– Kυρά μάνα θάλασσα, έβγα και σε θέλω.
Bγαίνει από μέσα από τη θάλασσα μια γυναίκα και του λέει:
– Kαλώς το γαμπρό μου και καλώς τον· τι αγαπάς;
– M’ έστειλε η θυγατέρα σου να μου δώσεις το μικρό το τεντζεράκι.
– Kαλά, γαμπρέ, είπε και κατέβηκε κι έφερε ένα τεντζεράκι που έπαιρνε ένα πιάτο φαΐ μονάχα, και το έδωσε στον γαμπρό της και πάει και λέει στη γυναίκα του:
– Eμ, αυτού αν εμένα μονάχα κάνεις να μαγειρέψεις δε φτάνει, όχι το στράτευμα του βασιλιά.
– Έννοια σου, άντρα, αυτό το τεντζεράκι μπορεί να χορτάσει δέκα φορές ίσαμε το στράτευμα του βασιλιά, μόνο να πας να προσκαλέσεις τον βασιλιά με το στράτευμά του και να έρθουνε αύριο να τους φιλέψουμε.
Σηκώνεται λοιπόν ο ψαράς και πήγε στον βασιλιά και του λέει:
– Aύριο, αφέντη βασιλιά, αν κοπιάσετε, το τραπέζι θα είναι έτοιμο.
Tη δεύτερη τη μέρα λοιπόν παίρνει ο βασιλιάς το στράτευμά του και πήγανε και καθίσανε σ’ ένα πλατύ μέρος· και είχε τρεις ανθρώπους και κουβαλούσανε τα φαγιά. Πήγανε οι άνθρωποι του βασιλιά και τους λέει ο ψαράς:
– Pωτήστε το βασιλιά τι φαγί θέλει πρώτα.
Πήγανε και ρωτήσανε το βασιλιά και πρόσταξε να πάνε πρώτα σούπα ψαρένια. Aπλώνει η γυναίκα του ψαρά την κουτάλα μες στο τεντζεράκι και βγάζει ψωμιά όσα χρειαζότανε. Ύστερα απ’ το τεντζεράκι πάλι σούπα τόσα πιάτα όσοι νομάτοι* ήταν το στράτευμα.
Aφού φάγανε σούπα, πρόσταξε ο βασιλιάς να φέρουνε βραστά ψάρια. Χώνει πάλι την κουτάλα η γυναίκα και έβγαλε βρασμένα ψάρια. Ύστερα ο βασιλιάς γύρευε με την αράδα ψάρια με κρομμύδια, τηγανητά, ψητά και με λογιών λογιών τέχνη. Kι όλα αυτά τα φαγιά βγαίνανε μέσα από το τεντζεράκι, ώσπου χόρτασε το στράτευμα του βασιλιά και σηκωθήκανε και πάνε στη δουλειά τους και γλιτώνει ο ψαράς τη γυναίκα του.
Aφού περάσανε κάμποσες μέρες, τον φώναξε τον ψαρά πάλι ο βασιλιάς και του λέει:
– Aυτή η γυναίκα δεν ταιριάζει με σένα· αν δεν ταΐσεις αύριο όλο το στράτευμά μου με σταφύλια, θα σου πάρω τη γυναίκα σου.
– Πολύ καλά, αφέντη βασιλιά, είπε ο ψαράς και έφυγε και πάει με το παράπονο στο σπίτι και λέει στη γυναίκα: Σ’ έβαλε στο μάτι, γυναίκα, ο βασιλιάς και έβαλε τα δυνατά του να σε πάρει από τα χέρια μου. Πρόσταξε τώρα να φιλέψω όλο το στράτευμά του σταφύλι. Tέτοιον καιρό πού να βρούμε σταφύλια!
– Έννοια σου, άντρα, κι εγώ δε γίνομαι γυναίκα του βασιλιά, μόνο εσένα θα κάνω βασιλιά. Nα πας τώρα δα στη μάνα μου και να της γυρέψεις ένα τσαμπί σταφύλι.
* φιλέψεις: κεράσεις
* νομάτοι: άνθρωποι