Το πιο γλυκό ψωμί-Βιβλίο

Γνωρίζουμε τις αγροτικές εργασίες, τους τρόπους παρασκευής του ψωμιού και αποκτούμε υγιεινές συνήθειες διατροφής.

Το πιο γλυκό ψωμί

   Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξιά και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά σιγά αδυνάτιζε κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξιά του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος αδυνάτιζε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λαχταρούσε να φάει· ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος.  

   Όπου κάποια μέρα έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει.

– Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου; τον ρώτησε.
– Τι λες, γιατρέ μου, του λέει ο βασιλιάς· όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ.
– Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;
– Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος και καρφάκι δε μου καίγεται για κανέναν!
– Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;
– Ούτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι κι ό,τι γυρέψω το βλέπω μπροστά μου!…

Το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου

Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, ύστερα γυρίζει και λέει του βασιλιά: «Άκουσε, βασιλιά μου. Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν να φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!»

   Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!» Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φερναν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Ούτε κι ήθελε να τα φάει. Το ’να του μύριζε, τ’ άλλο του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.

– Θα σε κρεμάσω που με ξεγέλασες! του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.
– Γιατί, βασιλιά μου; τον ρώτησε ο γέροντας.
– Γιατί το ψωμί που είπες να μου φτιάξουνε να φάω δε μου έκανε τίποτα!
– Μπα; έκαμε ο γέροντας, φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε! Ο βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.  

– Άκουσε, βασιλιά μου, του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!

   Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα εκεί που του ’λεγε.

(συνεχίζεται) Δημήτριος Λουκάτος

bread

Ξεκλειδώνω το κείμενο

1.Ποια πρόσωπα συναντάς στο παραμύθι;

bread

2.Τι συμβαίνει στο βασιλιά;

bread

Παρατηρώ και μαθαίνω

Ο γέροντας συζητά με το βασιλιά

Ο γέροντας ανέβηκε να δει το βασιλιά.
– Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου; τον ρώτησε.
– Τι λες, γιατρέ μου, του λέει ο βασιλιάς· όλη μέρα ξαπλωμένος απάνω στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ.
– Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;
– Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος και καρφάκι δε μου καίγεται για κανέναν!

snip_20160522222513

Οι υπηρέτες μαθαίνουν τα νέα

snip_20160522223010
bread
Παίζω με τις λέξεις
4.Βρες στο παραμύθι τις παρακάτω φράσεις. Συζήτησε με το διπλανό σου ή τη διπλανή σου τι σημαίνουν και εξηγήστε τες στην τάξη.

 

• του πουλιού το γάλα

• καρφάκι δε μου καίγεται

• το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ

• έξω φρενών

• το ένα του μύριζε, το άλλο του βρομούσε

bread

 

bread

Γράφω σωστά

bread