Παραμύθι από την Αφρική – Ο κυνηγός και ο γιος του

masaikyhgosΉταν κάποτε ένας άντρας που είχε ένα γιό. Ο άντρας ήταν κυνηγός.Κάποια μέρα ο κυνηγός είπε στον γιόκα του:
«Είσαι ο γιός μου ο μονάκριβος. Άκουσε καλά αυτό που πρόκειται νασου πω. Έχω μία λόγχη και γνωρίζεις καλά ότι αυτή η λόγχη δεν είναι μια οποιαδήποτε. Γιατί η λόγχη αυτή χτυπάει θανάσιµα το ζώο όσο μεγάλη κι αν είναι η δύναμή του, η ταχύτητά του κι όπου κι αν κρύβεται. Ωστόσο, σου απαγορεύω ν’ αγγίξεις αυτή τη λόγχη, για οπoιoδήπoτε λόγο, σ’ το λέω και σ’ το επαναλαμβάνω, να μην την αγγίξεις!»
Το παλικάρι συμφώνησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού του.
Βδομάδες και μήνες πέρασαν, μέχρι που έφτασε η μέρα που ο γιος βρήκε την ευκαιρία, όταν ο πατέρας του έφυγε για ταξίδι, να πάρει στα χέρια του τη λόγχη και να την στρέψει στη μεριά του Δάσους… Δεν πέρασε πολλή ώρα και είδε ένα μεγαλόσωμο ζώο. Μονολόγησε το λοιπόν: «Αν αυτή η λόγχη δεν αστοχεί ποτέ απ’ το στόχο, όπως λέει ο πατέρας, τότε θα το χτυπήσω αυτό το ζώο». Μάζεψε όλη του τη δύναμη και τίναξε τη λόγχη προς το ζώο. Του φάνηκε ότι το χτύπησε. Και ο νεαρός ικανοποιημένος έτρεξε κοντά στη λεία του, όμως το ζώο,πληγωμένο, σύρθηκε και κατάφερε να το σκάσει με τη λόγχη καρφωμένη στα πλευρά του. Ακολούθησε μια ιλιγγιώδης καταδίωξη.Το παλικάρι είχε πλησιάσει πολύ το πληγωμένο ζώο όταν το είδε να χάνεται μέσα σε μια σπηλιά. Στάθηκε μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς κι αναρωτιόταν αν έπρεπε να διακινδυνεύσει να μπει στο εσωτερικό της ή μήπως έπρεπε να γυρίσει πίσω, χωρίς τη λόγχη και να δεχτεί την όποια δίκαιη τιμωρία θα του επέβαλε ο πατέρας του.Αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι. Ο πατέρας γύρισε από το ταξίδι και το παιδί δεν είπε κουβέντα για όσα συνέβησαν. Ο κυνηγός, μόλις μπήκε στην καλύβα, διαπίστωσε ότι η λόγχη έλειπε. Έγινε έξαλλος. Το παιδί τον ικέτευε να το συγχωρήσει αλλά ο κυνηγός είπε: «Σ’ το είχα πει. Δεν αξίζεις καμία συγνώμη. Να πας και να μου φέρεις πίσω τη λόγχη, αλλιώς θα υποχρεωθώ να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια». Το παλικαράκι βγήκε στο δρόμο. Έφτασε στη σπηλιά που είχε κρυφτεί το ζώο και μπήκε μέσα. Δεν είχε κάνει παρά μερικά βήματα όταν άκουσε μια φωνή που του έλεγε να πλησιάσει. Διέκρινε στο σκοτάδι
μια πολύ γριά γυναίκα που του είπε: «Στην πλάτη μου θα δεις μια αγκίδα, βγάλτη, άλειψέ τη με λίγο
λαδάκι, γλείψε τη κι έπειτα δώσε μου κι εμένα να τη γλείψω».Το παλικάρι έκανε όσα του είπε. Η γριά ρώτησε να μάθει τι γύρευε το αγόρι εκεί πέρα. Ο νεαρός της διηγήθηκε την ιστορία με τη λόγχη. Και η γυναίκα τον συμβούλεψε τα εξής: «Άμα συνεχίσεις το δρόμο σου, θα βγεις στη χώρα των ανθρωποφάγων. Πρόσεξε, θα σε υποδεχτούν με τον καλύτερο τρόπο. Θα σου προσφέρουν μια καλύβα με δύο κρεβάτια, το ένα θα ‘ναι πολύ
αναπαυτικό, το άλλο θα είναι σκέτο ξύλο. Θα σου προσφέρουνε φαγητά πεντανόστιμα. Και την άλλη μέρα, θα σου ζητήσουν να οργώσεις ένα μεγάλο χωράφι. Και τέλος θα σε οδηγήσουν μπροστά σε αμέτρητες λόγχες μεταξύ των οποίων θα πρέπει να αναγνωρίσεις τη δική σου. Πάρε δω, σου δίνω το φαγητό που θα φας, είναι φύλλα μανιόκο ανακατωμένα με μύγες. Θα πετάξεις αυτά που θα σου δώσουνε εκείνοι μέσα σε μια τρύπα. Και όταν έρθει η ώρα για να κοιμηθείς θα ξαπλώσεις στο σκληρό κρεβάτι. Mην ανησυχείς για το όργωμα στο χωράφι, θα πάνε όλα καλά. Κι όταν έρθει η ώρα να διαλέξεις τη λόγχη σου ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες, να θυμηθείς να πιάσεις αυτή που πάνω της θα πάει να κάτσει μια μέλισσα».Όλα κύλησαν σύμφωνα με τα προλεγόμενα της γριάς γυναίκας. Tην
επόμενη μέρα, όταν το παιδί είχε τελειώσει το όργωμα, ένας από τους ιθαγενείς ήρθε να τον πάρει. Του παρουσιάσανε αμέτρητες λόγχες:όλες δείχνανε ίδιες μεταξύ τους. Χωρίς να βιάζεται το παλικαράκι τις
εξέτασε μία προς μία. Περίμενε βέβαια να φανερωθεί η μεγάλη μέλισσα. Αλλά η ώρα περνούσε, η μέλισσα δεν εμφανιζότανε και ο νέος άρχισε να φοβάται. Οι ανθρωποφάγοι δεν τον άφηναν απ’ τα μάτια τους! Και τη στιγμή που ο νέος θα τα ‘κανε πάνω του απ’ το φόβο, μια μέλισσα πέταξε και κάθισε πάνω σε μια λόγχη. Το παλικάρι την άρπαξε σαν αστραπή και την ξεχώρισε από τις άλλες. Αμέσως ακούστηκαν χειροκροτήματα απ’ όλες τις πλευρές. Ο αρχηγός των ανθρωποφάγων μίλησε και είπε στο παιδί: «Είσαι γενναίος. Πάρε εδώ αυτές τις πέντε κάμπιες πεταλούδας* και τη λόγχη. Σ’ τα προσφέρουμε για ενθύμιο που πέρασες από τα μέρη μας».Το παλικάρι πήρε τις πέντε λιχουδιές και τη λόγχη και γύρισε στο χωριό του. Όταν έφτασε στο σπίτι, ο πατέρας του έλειπε. Παρέδωσε τη λόγχη στη μητέρα του και της ζήτησε να τη δείξει εκείνη στον πατέρα του. Της εμπιστεύτηκε και τις κάμπιες με την ακόλουθη παραγγελία:«Πάρε αυτές τις κάμπιες και μαγείρεψέ τες καλά. Εσύ να φας τις δύο.Τις τρεις να τις κρατήσεις για να τις φάω όταν θα έρθω σπίτι. Σε εξορκίζω ό,τι κι αν γίνει να μη δώσεις να τις φάει άλλος!»
Τελειώνοντας το παλικαράκι έφυγε για να πάει να κυνηγήσει ακρίδες.Όταν ο πατέρας επέστρεψε στο σπίτι είδε τη λόγχη και καταχάρηκε.*Οι κάμπιες που ζουν στις φλούδες των φοινίκων είναι εύγευστος μεζές Την ίδια στιγμή ένιωσε μια υπέροχη μυρωδιά να γεμίζει το σπίτι.Ρώτησε τη γυναίκα του να μάθει τι μυρίζει τόσο ωραία. Εκείνη του είπε, του εξήγησε όμως και την παραγγελία που είχε αφήσει ο γιός τους. Ο άντρας σάρκασε: «Γι’ αυτό xoλoσκάς; Αυτό είναι το σπίτι μου κι εγώ κάνω κουμάντο εδώ μέσα. Βάλε μου να φάω τις δυo κάμπιες και φάε κι εσύ τις άλλες δυο.Το παιδί θα φάει ό,τι απομείνει».Η μάνα έκανε κατά πώς της είπε ο άντρας της. Κάποια στιγμή
εμφανίστηκε το παιδί:«Μάνα, πού είναι οι κάμπιες μου;»Η μάνα του έφερε τη μια και μoναδική που είχε απομείνει και άρχισε να μασάει τα λόγια της. Το παλικάρι πήγε το λοιπόν στον πατέρα του και του είπε: «Πατέρα, έφαγες τις κάμπιες μου σε πείσμα αυτού που ‘χα παραγγείλει. Είσαι υποχρεωμένος να πας τώρα να μου βρεις κάμπιες
εκεί που τις βρήκα κι εγώ. Αν δεν πας θα πεθάνεις».Και το παιδί του έδειξε το δρόμο.Ο κυνηγός πήρε τη στράτα. Κάποια στιγμή έφτασε στη σπηλιά και μπήκε μέσα. Κι όταν η γριά γυναίκα εμφανίστηκε και τον ρώτησε,
εκείνος την έλουσε με βρισιές και την απείλησε. Συνέχισε το δρόμο του. Κι όταν έφτασε στον προορισμό του, οι ανθρωποφάγοι τον δέχτηκαν θερμά όπως ακριβώς είχαν υποδεχτεί και τον γιό του. Tου παρουσιάσανε άφθονα κι υπέροχα φαγητά και λιχουδιές. Εκείνος έφαγε μέχρι σκασμού. Κι όταν ήρθε η ώρα για να ξαπλώσει, ο κυνηγός
διάλεξε το πιο αναπαυτικό κρεβάτι. Οι οικοδεσπότες δεν έκρυβαν τη χαρά τους. Το ξημέρωμα τον ξύπνησαν με κραυγές χαράς: «Να επιτέλους, κάποιος για μας κι έχει και καλό κρέας!»Τον σηκώσανε άρον άρον απ’ το κρεβάτι και φτιάξανε από αυτόν ένα καλό γεύμα.
Ρουάντα

 

(Visited 149 times, 1 visits today)